παρέσεων

παρέσεων
παρέσεω̆ν , πάρεσις
letting go
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παραλυτικός — ή, ό, ΝΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παράλυση 2. αυτός που πάσχει από μία μορφή παραλύσεως («παραλυτικά άκρα») 3. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο παραλυτικός και η παραλυτική άτομο που πάσχει από παράλυση νεοελλ. 1. αυτός που επιφέρει,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”